- φιλογενναίος
- -ον, Α1. αυτός που τού αρέσει καθετί το ευγενές και υψηλό2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλογενναῑονη αγάπη για καθετί το ευγενές και το υψηλό.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + γενναῖος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλογενναῖον — φιλογενναῖος loving what is noble masc/fem acc sg φιλογενναῖος loving what is noble neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενναίος — α, ο (AM γενναῑος, α, ον, Α και ος, ον) μεγαλόψυχος, ανδρείος νεοελλ. γενναιόδωρος, πλουσιοπάροχος, άφθονος («πήρε γενναία αμοιβή») μσν. (για βάδισμα) γρήγορος αρχ. 1. αυτός που έχει τα γνωρίσματα τής γενιάς του, τής καταγωγής του 2. ο υψηλής… … Dictionary of Greek